Κατηχητική

Κατηχητική
Κατηχητική η
Катехизис – краткое и ясное изложение основного христианского учения, в виде вопросов и ответов

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Κατηχητική" в других словарях:

  • κατηχητικός — ή, ό (AM κατηχητικός, ή, όν) [κατηχητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατήχηση, ο επιτήδειος στο να κατηχεί νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το κατηχητικό είδος εκκλησιαστικού σχολείου που κατηχεί νεαρά άτομα στα δόγματα και στις ηθικές αρχές τού …   Dictionary of Greek

  • оглашениѥ — ОГЛАШЕНИ|Ѥ (72), ˫А с. 1.Оглашение, церковный обряд, предваряющий принятие крещения: по ѡглашеньи бо мажють и масломь древѧнымь. КН 1285–1291, 543в. 2. Наставление, поучение: прочѧ˫а же словесе въ различьныхъ ѡц҃а ѡглашении да ѹвѣсть хот˫аи (ἐν… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • θεολογία — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • θεολόγια — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοφύλακας — Εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο δίνεται σε πρεσβυτέρους και διακόνους. Ο χ. εξαιτίας των πολλών καθηκόντων που αναλαμβάνει αποκλήθηκε στόμα και δεξιά του επισκόπου χειρ. Τα καθήκοντά του ως γραματέα του επισκόπου είναι: να συντάσσει τα πρωτότυπα… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε ως μητρόπολη το 1922. Έγινε αρχιεπισκοπή αρχικά το 1954· το 1962 διαιρέθηκε σε τέσσερις μητροπόλεις και το 1968 έγινε πάλι αρχιεπισκοπή. Υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο αρχιεπίσκοπος Θυατείρων …   Dictionary of Greek

  • Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • κατηχούμενοι — Ονομασία που αποδόθηκε κατά τους πρώτους χρόνους του χριστιανισμού στους εθνικούς και στους οπαδούς άλλων θρησκειών, οι οποίοι γίνονταν δεκτοί, πριν από το βάπτισμα, για μια περίοδο κατήχησης στη χριστιανική θρησκεία. Οι κ. διακρίνονταν σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδόπουλος, Φίλιππος — (Βάρνα Βουλγαρίας 1852 – Αθήνα 1918). Θεολόγος. Σπούδασε στη Ριζάρειο και στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία. Δίδαξε στη Θεολογική σχολή της Χάλκης (1880 88) και αργότερα στη Ριζάρειο. Το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»